άστροφος

άστροφος
-η, -ο (Α ἄστροφος, -ον)
αυτός που δεν έχει στροφή ή στροφές, ο ίσιος
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει στριφτεί
αρχ.
1. αυτός που δεν στριφογυρίζει, ο σταθερός, ο ακίνητος
2. εκείνος που δεν στρέφει το κεφάλι του προς τα πίσω, που δεν γυρίζει να κοιτάξει πίσω του
3. (μετρ.) όποιος δεν χωρίζεται σε στροφές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἄστροφος — without turning round masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄστροφον — ἄστροφος without turning round masc/fem acc sg ἄστροφος without turning round neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρόφοις — ἄστροφος without turning round masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρόφοισιν — ἄστροφος without turning round masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄστροφα — ἄστροφος without turning round neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • астрофичность стиха — АСТРОФИ´ЧНОСТЬ СТИХА´ (от греч. ἄστροφος бесстрофный) свободное расположение в поэме, написанной метрическим стихом (или в длинном метрическом стихотворении), рифмованных строк, без соблюдения строфического единства в стихах. Астрофичны, например …   Поэтический словарь

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”