- άστροφος
- -η, -ο (Α ἄστροφος, -ον)αυτός που δεν έχει στροφή ή στροφές, ο ίσιοςνεοελλ.αυτός που δεν έχει στριφτείαρχ.1. αυτός που δεν στριφογυρίζει, ο σταθερός, ο ακίνητος2. εκείνος που δεν στρέφει το κεφάλι του προς τα πίσω, που δεν γυρίζει να κοιτάξει πίσω του3. (μετρ.) όποιος δεν χωρίζεται σε στροφές.
Dictionary of Greek. 2013.